ῥυθμοποιία

ῥυθμοποιία
ῥυθμοποιίᾱ , ῥυθμοποιία
making of time
fem nom/voc/acc dual
ῥυθμοποιίᾱ , ῥυθμοποιία
making of time
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ρυθμοποιία — η, / ῥυθμοποιία, ΝΑ [ῥυθμοποιός] (αρχ. ελλ. μουσ.) η δύναμη που δημιουργεί τον ρυθμό και που έχει σκοπό να συνθέσει και να μετατρέψει σε ρυθμικό σχήμα τον λόγο, το μέλος και την κίνηση …   Dictionary of Greek

  • ῥυθμοποιίας — ῥυθμοποιίᾱς , ῥυθμοποιία making of time fem acc pl ῥυθμοποιίᾱς , ῥυθμοποιία making of time fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυθμοποιίαν — ῥυθμοποιίᾱν , ῥυθμοποιία making of time fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυθμοποιιῶν — ῥυθμοποιία making of time fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Аристоксен — Тарентский Аристоксен, Аристоксен Тарентский (Ἀριστόξενος ὀ Ταραντίνος, родился около 360 до н. э. предполож …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”